Το εμπόριο γούνας έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη βιοποικιλότητα. Ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι ευθύνεται για την αποδυνάμωση ή ακόμα και την εξαφάνιση διαφόρων γουνοφόρων ειδών. Η παγίδευση αποτελεί μείζονα απειλή για τους πληθυσμούς της άγριας ζωής. Οι παγίδες που χρησιμοποιούνται για τη σύλληψη άγριων ζώων δεν κάνουν καμία διάκριση ως προς το είδος του ζώου και είναι σύνηθες φαινόμενο να τραυματίζονται και να πεθαίνουν άσχετα είδη, κάποια εκ των οποίων είναι ταξινομημένα ως απειλούμενα ή υπό εξαφάνιση. Αν και στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιείται η παγίδευση ως μέθοδος σύλληψης γουνοφόρων ζώων, ετησίως εισάγονται για επεξεργασία δέρματα ή έτοιμα ενδύματα και αξεσουάρ από ζώα που έγουν συλληφθεί κατ` αυτό τον τρόπο.
Ως παράδειγμα της υπεροπτικής και ανεύθυνης στάσης του εμπορίου γούνας απέναντι στο περιβάλλον, όλες οι μεγάλες γάτες στην άγρια φύση και πολλά από τα μικρότερα ξαδέρφια τους, πλέον θεωρούνται υπό εξαφάνιση και προστατεύονται από περαιτέρω εκμετάλλευση λόγω, κατά μεγάλο μέρος, των υπερβολών του εμπορίου γούνας κατά το παρελθόν.
Το εμπόριο γούνας έχει αποδειχτεί ότι αποτελεί έναν βασικό τρόπο εισαγωγής
ξενικών ειδών. Το αμερικάνικο μινκ είναι είδος που αρχικά εισήχθη στην Ευρώπη με
σκοπό την εκτροφή του για την παραγωγή γούνας και πλέον έχει καθιερώσει την
παρουσία του στην άγρια φύση. Τέτοια χωροκατακτητικά ξενικά είδη αποτελούν
σημαντική απειλή για τη βιοποικιλότητα και ως τέτοια αναγνωρίζονται στη Σύμβαση
για την Βιολογική Ποικιλότητα. Επίσης βρίσκεται στον κατάλογο των 100 χείριστων
χωροκατακτητικών ξενικών ειδών στην Ευρώπη (βάση
δεδομένων DAISIE - Mustela vison). Μια μελέτη Δανών
επιστημόνων υπολόγισε ότι το 80% των ελεύθερων μινκ έχουν δραπετεύσει από
εκτροφεία γούνας (Hammershøj, M. et al. (2005). Journal for Nature
Conservation).
Το αμερικανικό μινκ, είναι υπεύθυνο για την εκτόπιση του ευρωπαϊκού μινκ (Mustela
lutreola)) και του βρωμοκούναβου (European polecat) μέσα από τον
ανταγωνισμό για πόρους. Το αμερικανικό μινκ είναι σαρκοφάγο και αποτελεί απειλή
για την ισορροπία των αριθμών άλλων ειδών.
Τα χωροκατακτητικά ξενικά είδη μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές βλάβες στα
οικοσυστήματα και τους βιοτόπους που έχουν εισαχθεί, με σημαντικές οικονομικές
επιπτώσεις. Τέτοια είδη μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν ως δεξαμενή παρασίτων ή
ως φορείς για άλλα παθογόνα. Το κόστος των χωροκατακτητικών ξενικών ειδών στην
ΕΕ υπολογίζεται
σε τουλάχιστον 12 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο και αυξάνεται.
Τον Σεπτέμβριο του 2013, η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή πρότεινε έναν κανονισμό για μια συντονισμένη πανευρωπαϊκή δράση με
σκοπό την πρόληψη και διαχείριση της εισαγωγής και εξάπλωσης των
χωροκατακτητικών ξενικών ειδών που αποσκοπούσε στην προστασία της τοπικής
βιοποικιλότητας και των γηγενών οικοσυστημάτων, όπως και στον περιορισμό των
δυσμενών επιπτώσεων των χωροκατακτητικών ξενικών ειδών. Στο επίκεντρο του
κειμένου της Επιτροπής ήταν η δημιουργία μιας «μαύρης λίστας» χωροκατακτητικών
ξενικών ειδών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, με τα πιο επικίνδυνα είδη για τα οποία θα
απαγορεύεταιη εισαγωγή, η αγορά, η χρήση, η διάθεση και η πώλησή τους εντός της
ΕΕ.
Υπό την πίεση της βιομηχανίας γούνας,
όμως, ζητήθηκαν παρεκκλίσεις που θα επιτρέπουν την
εκτροφή και το εμπόριο γουνοφόρων ειδών για την παραγωγή γούνας. Ο λόγος που προβλήθηκε
από τη βιομηχανία γούνας ήταν το «οικονομικό ενδιαφέρον», παρά το γεγονός ότι
τα χωροκατακτητικά ξενικά είδη προκαλούν κάθε χρόνο στην Ευρώπη ζημίες
τουλάχιστον 12 δισ. ευρώ και τα μινκ είναι από τα πιο επικίνδυνα είδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου