Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Νέα νίκη για τις φώκιες! Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου περί απαραδέκτου της προσφυγής για την ακύρωση του κανονισμού περί εμπορίου προϊόντων φώκιας

Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου περί απαραδέκτου  της προσφυγής για την ακύρωση του κανονισμού περί εμπορίου προϊόντων  φώκιας 

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατήρησε την απαγόρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές προϊόντων φώκιας, απορρίπτοντας την αίτηση αναιρέσεως ορισμένων εμπόρων φώκιας και κυνηγών Inuit. Η αίτηση αυτή στόχο είχε να ανατρέψει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Γενικού Δικαστηρίου του 2011 για την απαγόρευση εμπορίου προϊόντων που προέρχονται από φώκιες εντός της ΕΕ.

Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης:

Οι ηπιότεροι κανόνες περί παραδεκτού οι οποίοι προστέθηκαν με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις νομοθετικές πράξεις

Ο κανονισμός περί εμπορίου προϊόντων φώκιας («βασικός κανονισμός») επιτρέπει, κατά γενικό κανόνα, τη διάθεση τέτοιων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης μόνον οσάκις αυτά προέρχονται από θήρα στην οποία εκ παραδόσεως προβαίνουν οι κοινότητες Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών για την επιβίωσή τους. Θεωρώντας ότι ο κανόνας αυτός θίγει τα οικονομικά συμφέροντά τους, η Inuit Tapiriit Kanatami, ένωση εκπροσωπούσα τα συμφέροντα των Καναδών Inuits, μαζί με ορισμένους άλλους διαδίκους (κατασκευαστές και εμπόρους προϊόντων φώκιας διαφόρων εθνικοτήτων) ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τον βασικό κανονισμό.

Με διάταξή του της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο βασικός κανονισμός συνιστούσε νομοθετική πράξη την οποία μπορούν να προσβάλουν τα φυσικά και νομικά πρόσωπα μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση ότι η πράξη τους αφορά άμεσα και ατομικά. Εν προκειμένω, όμως, αυτές οι προϋποθέσεις παραδεκτού δεν πληρούνταν. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο νέος κανόνας  ο οποίος προστέθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας (τεθείς σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009) και παρέχει τη δυνατότητα στα πρόσωπα αυτά να προσβάλουν ορισμένες πράξεις γενικής ισχύος, ακόμη και ελλείψει ατομικού επηρεασμού, εφαρμοζόταν μόνον στις κανονιστικές πράξεις και όχι στις νομοθετικές πράξεις.

Η Inuit Tapiriit Kanatami μαζί με άλλους ενδιαφερόμενους άσκησαν αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου και η αίτηση αναιρέσεως αφορούν μόνον το παραδεκτό της ασκηθείσας από τα πρόσωπα αυτά προσφυγής, και το ίδιο το Δικαστήριο καλείται στην υπό κρίση υπόθεση να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος.

Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι, κατά γενικό κανόνα, όπως και πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά όλων των πράξεων της Ένωσης που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα όταν είναι αποδέκτες τους ή όταν η πράξη τους αφορά άμεσα και ατομικά. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει συναφώς ότι οι πράξεις αυτές μπορούν να είναι ατομικές πράξεις (όπως απόφαση απευθυνόμενη σε ένα πρόσωπο), ή πράξεις γενικής ισχύος που περιλαμβάνουν τόσο τις νομοθετικές πράξεις (όπως τον βασικό κανονισμό), όσο και τις κανονιστικές πράξεις.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ορισμένες πράξεις γενικής ισχύος μπορούν να προσβληθούν από τα εν λόγω πρόσωπα ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης χωρίς να απαιτείται η πλήρωση της προϋποθέσεως του ατομικού επηρεασμού. Πάντως, η Συνθήκη ορίζει με σαφήνεια ότι οι συγκεκριμένοι ηπιότεροι κανόνες περί παραδεκτού εφαρμόζονται μόνον σε μια περισσότερο περιορισμένη κατηγορία αυτών των πράξεων, ήτοι στις κανονιστικές πράξεις.
Επομένως, όπως ορθώς παρατήρησε το Γενικό Δικαστήριο, οι νομοθετικές πράξεις, οι οποίες, μολονότι και αυτές είναι γενικής ισχύος, δεν συγκαταλέγονται στις κανονιστικές πράξεις, συνεχίζουν δε να υπόκεινται σε αυστηρότερους κανόνες περί παραδεκτού.
Ακολούθως, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι κανόνες περί παραδεκτού των προσφυγών που ασκούνται κατά νομοθετικών πράξεων, και ιδίως το περιεχόμενο της προϋποθέσεως του ατομικούεπηρεασμού, δεν έχουν τροποποιηθεί με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Υπό το πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι οικείοι αναιρεσείοντες δεν πληρούσαν τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις παραδεκτού που εφαρμόζονται ως προς αυτούς, ήτοι την προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων φώκιας, η οποία επιβάλλεται με τον βασικό κανονισμό, καθώς διατυπώνεται υπό γενικούς όρους, εφαρμόζεται αδιακρίτως σε κάθε οικονομικώς δραστηριοποιούμενο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτού, χωρίς να αφορά ειδικώς τους αναιρεσείοντες.
Τέλος, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτάσσει ότι ο πολίτης μπορεί, άνευ όρων, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, κατά των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της έννομης τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται από το Δικαστήριο και τα δικαστήρια των κρατών μελών. Όταν η υλοποίηση των πράξεων αυτών απόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ο ιδιώτης μπορεί να ασκήσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ευθεία προσφυγή ενώπιον της δικαστηρίων της Ένωσης κατά των πράξεων εφαρμογής και να επικαλεστεί, προς στήριξη της προσφυγής του, την έλλειψη νομιμότητας της επίμαχης γενικής πράξεως. Όταν η εν λόγω υλοποίηση απόκειται στα κράτη μέλη, ο ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα της επίμαχης πράξεως της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, προτρέποντάς τα να υποβάλουν σχετικώς στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα.
Ως προς το σημείο αυτό, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι πολίτες έχουν, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, το δικαίωμα να αμφισβητούν ενώπιον των δικαστηρίων τη νομιμότητα οποιασδήποτε αποφάσεως ή εθνικού μέτρου σχετικά με την εφαρμογή έναντι αυτών πράξεως γενικής ισχύος της Ένωσης, προβάλλοντας την ακυρότητά της. Συνεπώς, στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν ένα σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών προκειμένου να εξασφαλίσουν τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος στην παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Πάντως, οι Συνθήκες δεν σκοπούν στη δημιουργία, στο επίπεδο των εθνικών δικαστηρίων και προς διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, άλλων μέσων παροχής ένδικης προστασίας πλην αυτών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον εάν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής εννόμου τάξεως προέκυπτε ότι δεν υφίσταται κανένα ένδικο μέσο που να επιτρέπει, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ή ακόμη αν το μόνο μέσο προσβάσεως στη δικαιοσύνη ήταν να αναγκαστούν οι πολίτες να παραβιάσουν το δίκαιο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. 

Δείτε εδώ την απόφαση